Ομοιότητες και Διαφορές

ενός τριτοβάθμιου ιδρύματος ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, σε σχέση με άλλο Ελληνικό τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εργασία για τη Θεματική Ενότητα :

Ανοικτή και εξ αποστάσεως Εκπαίδευση

 

 

Χρήστος Μουρατίδης

Κηφισιά, Ιούνιος 2000

 

 

 

 

 

 

Εισαγωγή

Με την εργασία αυτή, θα προσπαθήσω κατ’ αρχήν – στο πρώτο μέρος -να επισημάνω και κατά δεύτερον να αναλύσω τις ομοιότητες, αλλά και τις διαφορές σημείο προς σημείο, μεταξύ των δύο συστημάτων εκπαίδευσης, που αναφέρονται στον τίτλο της. Συγχρόνως θα διατυπώνονται προσωπικές παρατηρήσεις και θέσεις, όπου αυτές είναι απαραίτητες.

Στο δεύτερο μέρος θα εξετάσουμε και ίσως θα πρέπει να προβληματιστούμε, πως και αν μπορεί ένα σύστημα ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης να βοηθήσει ή λειτουργήσει αυτόνομα στο επίπεδο της Β/θμιας Τεχνικής Εκπαίδευσης, μια και αυτός είναι ο χώρος εργασίας μου.

 

 

 

Έννοιες Κλειδιά

 

 

 

 

Ομοιότητες και Διαφορές

Με τον όρο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εννοούμε την φιλοσοφία εκείνη που διέπει το ίδρυμα αυτό, σε σχέση με τη δυνατότητα που έχουν οι πολίτες να εγγράφονται και να παρακολουθούν τα προγράμματά του, κατόπιν αιτήσεως, χωρίς να υποχρεώνονται σε κατατακτήριες ή εισαγωγικές εξετάσεις [1], κάτι που είναι απαραίτητο για ένα παραδοσιακό – συμβατικό Πανεπιστήμιο.

Ενώ λοιπόν όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα στην εκπαίδευση και τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν πρόγραμμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην πράξη με τα συμβατικά Πανεπιστήμια αυτό καθίσταται αδύνατο, αφού θα πρέπει κανείς να αποδείξει πρώτα, ότι μπορεί να σπουδάσει και να κάνει σαφή την εκπαιδευτική του υποδομή μέσα από το σύστημα των Πανελληνίων εξετάσεων.

Έτσι, αν κάποιος αποτύχει (έστω και με περισσότερες προσπάθειες) στις εξετάσεις αυτές, χάνει τη δυνατότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσής του, έτσι όπως την παρέχει το Κράτος, σε ένα συμβατικό Πανεπιστήμιο. Στο Ανοικτό όμως, έχει τη δυνατότητα της δια βίου εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από ηλικία και κλάδο σπουδών.

Μια άλλη διαφορά των δύο συστημάτων είναι η πληρωμή διδάκτρων που απαιτείται για το Ανοικτό, ως συμμετοχή στις ιδιαίτερες ανάγκες επικοινωνίας και την απόκτηση του απαραίτητου εκπαιδευτικού υλικού [2], ενώ παρέχεται δωρεάν – σε προπτυχιακό τουλάχιστον επίπεδο και σε πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα – στο συμβατικό.

Αν αναλογισθεί όμως κανείς, τα έξοδα διαβίωσης ενός φοιτητή/τριας, που παρακολουθεί μαθήματα σε Πανεπιστήμιο μακριά από την οικογένειά του/της, τότε διαισθάνεται πόσο δωρεάν είναι η δωρεάν Παιδεία ”!

Παρ΄ όλα αυτά και τα δύο εκπαιδευτικά ιδρύματα παρέχουν ισότιμους τίτλους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, μεταπτυχιακούς τίτλους ειδίκευσης και διδακτορικά διπλώματα. Το Ανοικτό επιπρόσθετα προσφέρει Πιστοποιητικά παρακολούθησης Θεματικής Ενότητας, προπτυχιακής και μεταπτυχιακής επιμόρφωσης. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι στα επόμενα χρόνια, η αγορά εργασίας θα κρίνει, κατά πόσον τελικά είναι ισότιμοι οι τίτλοι!

Με τα παραπάνω, πιστεύω πως γίνεται κατανοητό ότι το Ανοικτό Πανεπιστήμιο τουλάχιστον, δεν στερεί από κανέναν πολίτη τη δυνατότητα να εξελιχθεί εκπαιδευτικά κατά τη βούλησή του.

Αποστολή του Ανοικτού Πανεπιστημίου είναι η παροχή εξ αποστάσεως εκπαίδευσης [3], με την ανάπτυξη και αξιοποίηση κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού και μεθόδων διδασκαλίας, πράγματα άγνωστα για ένα παραδοσιακό Πανεπιστήμιο.

Ενώ δηλαδή, η φυσική παρουσία του φοιτητή θεωρείται απαραίτητη στα γνωστά μας Πανεπιστήμια – τουλάχιστον στις Σχολές που έχουν εργαστήρια – στο Ανοικτό δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο φοιτητής όπου και αν βρίσκεται παρακολουθεί το πρόγραμμά του, μελετά και ετοιμάζει τις εργασίες του, και υποχρεώνεται μόνο να παρευρίσκεται σε ελάχιστες συμβουλευτικές συναντήσεις. Όμως αυτή η φυσική απόσταση στην πραγματικότητα καλύπτεται από τη δυνατότητα που έχει ο φοιτητής να επικοινωνεί με τον σύμβουλο-καθηγητή, όποτε θελήσει και με όποιο μέσον κρίνει κατάλληλο ή και αναγκαίο. Εδώ ο ρόλος του δάσκαλου αλλάζει. Βρίσκεται διακριτικά στο παρασκήνιο, οικειοθελώς έχει αποτινάξει το σχήμα της αυθεντίας και στην ουσία διευκολύνει τον ενδιαφερόμενο να φτάσει στη γνώση μέσα από την προσωπική του αναζήτηση και έρευνα. Είμαστε λοιπόν πολύ κοντά σ΄ αυτό που ο Πλάτων όριζε αυτομάθηση, ως τη δημιουργική ενέργεια και κίνηση της ψυχής των μαθητών που έφθαναν, με τη βοήθεια του δασκάλου τους, οι ίδιοι να ανακαλύπτουν μέσα τους, να συγκροτούν και να μορφοποιούν [4].

Διακρίνει κανείς εύκολα, την ανάγκη για αυτοπειθαρχία και εθελούσια συμμετοχή του παιδευομένου στη διαδικασία της μάθησης, αλλά και την ικανότητα του σύμβουλου-καθηγητή να προάγει εκείνη τη δυναμική παιδευτική σχέση, που αναπτύσσεται ανάμεσα στο υποκείμενο και το διδακτικό αγαθό.

Από την άλλη μεριά ο φοιτητής του συμβατικού Πανεπιστημίου, έχει τη δυνατότητα να είναι παρών στη διδασκαλία, να παρακολουθεί τη σκέψη του διδάσκοντα, τη μεθοδολογία του, και να διαμορφώνει άποψη για το θέμα, να φτάνει στη μέθεξη”. Αν μάλιστα αναλογισθούμε τα δεδομένα της Ψυχολογίας της Μάθησης, όπου, παρά τις παραλλαγές, τονίζεται από όλες τις θεωρίες (Pavlov, Skinner, Hull, Piaget, Lewin, Bruner) πως η μάθηση είναι καρπός της εσωτερικής σχέσης, των ενδιαφερόντων και αναγκών του υποκειμένου με τους μορφωτικούς ερεθισμούς του περιβάλλοντος [5], τότε σε συνδυασμό με τα παραπάνω, καταλαβαίνει κανείς πως η διαφορά αυτή είναι σημαντική για ένα νεαρό φοιτητή.

Όταν όμως δεν υπάρχει η δυνατότητα της φυσικής παρουσίας του φοιτητή, είτε γιατί πρέπει να εργάζεται, είτε γιατί δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρακολουθεί μαθήματα μακριά από την οικογένειά του, είτε γιατί έχει κάποια ηλικία που του δημιουργεί πρόβλημα στη συνεύρεση με άλλους φοιτητές, τότε πλέον καθίσταται αδύνατη η περάτωση των σπουδών – αν μάλιστα υπάρχουν και υποχρεωτικά εργαστήρια στη Σχολή του –.

Η απάντηση του Ανοικτού Πανεπιστημίου στο μοναχικό δρόμο του φοιτητή προς τη γνώση έρχεται με τα Πολυμέσα και την Πολυμορφική εκπαίδευση [6], με τα οποία έρχεται σε επαφή ο εκπαιδευόμενος. Του δίνεται η δυνατότητα να έχει πρόσβαση σε θέματα του αντικειμένου του στο Internet, να παρακολουθεί video κατάλληλο προετοιμασμένο για την Θεματική του Ενότητα, να ακούσει από κασέτα μαγνητοφωνημένα θέματα ή συζητήσεις, να διαβάζει περισσότερα από ένα βιβλία παρεμφερή στο θέμα του, να προετοιμάζει εργασίες αυτοαξιολόγησης, αλλά και εργασίες που αξιολογείται η πορεία του, από τον σύμβουλο καθηγητή. Ίσως μερικά από αυτά να τα χρησιμοποιούν και τα συμβατικά Πανεπιστήμια σήμερα, όμως η αυθεντία του διδάσκοντος και το βιβλίου του δεν αντικαθίσταται με κανένα άλλο μέσο, και λίγοι είναι αυτοί οι καθηγητές που δίνουν τη δυνατότητα στους φοιτητές τους να έχουν άμεση επικοινωνία μαζί τους σε συχνή βάση, αλλά και πρόσβαση σε βιβλιογραφία ή πολυμέσα.

Το υλικό που δίνεται στον φοιτητή του Ανοικτού Πανεπιστημίου, είναι κατάλληλο για μελέτη χωρίς την διδασκαλία του καθηγητή, κατάλληλο να προάγει τη γνώση μέσα από την προσωπική αναζήτηση και βέβαια είναι ικανό να μην απογοητεύει με τις δυσκολίες του θέματός του. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν συναντά κανείς σε κοινά πανεπιστημιακά συγγράμματα, στα οποία λόγω της ανάγκης της επιστημονικής αρτιότητας μπορούμε να βρούμε ανυπέρβλητες δυσκολίες.

Ο χρόνος μελέτης επίσης είναι μια σημαντική διαφορά των δύο συστημάτων, αφού στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση ο εκπαιδευόμενος καθορίζει το πρόγραμμα μελέτης σε χρόνο που τον εξυπηρετεί, σύμφωνα με τις ανάγκες του. Ο ίδιος επιλέγει το πλήθος των θεμάτων με τα οποία θα ασχοληθεί, αλλά και το ρυθμό ενασχόλησής του. Στο συμβατικό Πανεπιστήμιο, η πρακτική λεει πως οι φοιτητές μελετούν λίγο πριν τις εξετάσεις, ακόμα και αν είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν κάποιες παραδόσεις. Από την άλλη μεριά στο Ανοικτό του προτείνεται ένα πρόγραμμα εργασιών, που τον κρατά σε στενή επαφή με το αντικείμενο και τον στόχο της προσπάθειάς του.

Εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος της εκτροπής από το πρόγραμμα, λόγω προσωπικών ή οικογενειακών ή ακόμα και επαγγελματικών υποχρεώσεων, και η συσσώρευση εργασιών, με αποτέλεσμα ακόμα και την διακοπή της φοίτησης.

Ο ρόλος του σύμβουλου αναδεικνύεται καθοριστικός, αλλά και η αυτοπειθαρχία του εκπαιδευομένου απαραίτητη.

Τίθεται αυτόματα το ερώτημα κατά πόσον μια τέτοια εκπαίδευση είναι Παιδεία-με την αρχαιοελληνική έννοια της λέξης-, κατά πόσον είναι κοινωνικό ενέργημα και τι αποτέλεσμα θα φέρει [7]. Αυτή η μοναχικότητα του παιδευομένου, του στερεί σε νεαρή ηλικία την κοινωνικοποίηση, τη συμμετοχή στα κοινά – φοιτητικές νεολαίες – ακόμα και γνωριμίες με συμφοιτητές του, που κάποιοι απ΄ αυτούς θα κυβερνήσουν μια μέρα τη χώρα αυτή, ή θα βρίσκονται σε θέσεις κλειδιά. Σε μια εποχή, που οι δημόσιες σχέσεις και οι γνωριμίες”, “ανοίγουνπόρτες, ανεξάρτητα από πτυχία και αξιοκρατία, στερείται ο φοιτητής της δυνατότητας αυτής - αν και σύντομα πιστεύω θα δούμε τους πρώτους συλλόγους φοιτητών του Ανοικτού Πανεπιστημίου, γιατί ο κόσμος του Internet αλλά και οι Ομαδικές Συμβουλευτικές Συναντήσεις θα αρχίσουν να τους φέρνουν ολοένα και πιο κοντά-. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα φοιτητών που ασχολήθηκαν με την πολιτική μέσα στους χώρους των Πανεπιστημίων πρώτα και των φοιτητικών νεολαιών και σήμερα παίζουν σημαντικό ρόλο στα πράγματα της χώρας μας. Πιστεύω πως όλα εξαρτώνται, από τους στόχους που βάζει ο καθένας για την πορεία του.

Όμως, το Ανοικτό Πανεπιστήμιο θα μπορούσε να είναι μια λύση για τα φυσικώς αδύνατα άτομα, και γενικότερα άτομα με ιδιαιτερότητες –ακόμα και φυλακισμένοι - που δεν μπορούν να έχουν φυσική παρουσία στο χώρο του Πανεπιστημίου, παρ΄ όλα αυτά επιθυμούν την περαιτέρω μόρφωσή τους.

Μια σημαντική διαφορά των δύο συστημάτων είναι η βασική τους λειτουργική μονάδα, που για το Ανοικτό Πανεπιστήμιο είναι η Θεματική Ενότητα ενώ για ένα συμβατικό Πανεπιστήμιο είναι το εξαμηνιαίο μάθημα [8],[9].

Η Θεματική Ενότητα καλύπτει ένα διακεκριμένο γνωστικό αντικείμενο σε προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό επίπεδο, και αντιστοιχεί σε τρία εξαμηνιαία μαθήματα ενός συμβατικού Πανεπιστημίου.

Το πρόβλημα που προκύπτει είναι, αν αρκεί μια Θεματική Ενότητα να καλύψει το γνωστικό αντικείμενο κάποιου θέματος ή απαιτούνται περισσότερες και βέβαια αν υπάρχουν προαπαιτούμενες Θ.Ε. στις περιπτώσεις αυτές. Η λύση που δίνεται είναι να δημιουργείται μία Θ.Ε. αν πρόκειται για φοιτητές που δεν έχουν ως κύριο αντικείμενο το γνωστικό πεδίο αυτής, και δύο ή περισσότερες, διακριτές μεταξύ τους, όταν πρόκειται για φοιτητές που έχουν ως αντικείμενο το γνωστικό πεδίο αυτής, και μάλλον η έννοια της προαπαιτούμενης θα έχει νόημα εφ΄ όσον η μία είναι συνέχεια της άλλης, ή η γνώση της μιας επηρεάζει σημαντικά την άλλη. Αυτό δεν στερεί από τον σπουδαστή τη δυνατότητα να επιλέξει και άλλες Θ.Ε. παράλληλα (τρεις το μέγιστο ανά έτος), ώστε να διαμορφώσει το πρόγραμμα σπουδών του, αλλά και το πτυχίο του. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με τα προγράμματα σπουδών των παραδοσιακών Πανεπιστημίων, όπου τα μαθήματα είναι προκαθορισμένα με δυνατότητα μερικών επιλογών – συγκεκριμένων – και βέβαια το συγκεκριμένο τίτλο σπουδών. Έτσι αν ένας φοιτητής επιλέξει να σπουδάσει Μαθηματικά σε παραδοσιακό Πανεπιστήμιο - μόνο 17% των εισαγομένων επιτυγχάνουν στην

 

πρώτη τους προτίμηση και 26% στην δεύτερη έως και έκτη [10] – και κάποια

στιγμή αποφασίσει να ασχοληθεί με Οικονομικά Μαθηματικά, γιατί διαπιστώνει μεγαλύτερη ζήτηση στον Τραπεζικό ή άλλο χρηματοοικονομικό τομέα με καλύτερες αμοιβές και προοπτικές εξέλιξης, σήμερα είναι μπλοκαρισμένος σε ένα πρόγραμμα που δεν θα τον οδηγήσει εκεί που θέλει.

Θα πρέπει να ασχοληθεί μ’ αυτό σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Άρα διαπιστώνει κανείς μια ευλυγισία στα προγράμματα σπουδών του Ανοικτού σε σχέση με το παραδοσιακό Πανεπιστήμιο, μέσα από τις Θεματικές Ενότητες αλλά και το Αρθρωτό Σύστημα που είναι κάτι πρωτόγνωρο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Άλλωστε οι Θεματικές ενότητες μπορούν να αλλάζουν, ανάλογα με τις κοινωνικές αλλά πολιτικοοικονομικές εξελίξεις, τη νέα τεχνολογία, τα νέα επαγγέλματα και γενικότερα τη ζήτηση της αγοράς, ενώ για ένα παραδοσιακό τριτοβάθμιο ίδρυμα οι αλλαγές αυτές γίνονται – όπου γίνονται – πάρα πολύ αργά και βέβαια δεν υπάρχει η ευελιξία που περιγράφεται παραπάνω.

Αν τώρα αναλογισθεί κανείς τις σύγχρονες εξελίξεις στην οικονομία, στην τεχνολογία, στις κοινωνικές δομές (κοινωνικός ιστός), την ανάγκη για συνεχή βελτίωση και εξειδίκευση του εκπαιδευτικού επιπέδου των εργαζομένων, τη μαζική είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας [11], καταλαβαίνει εύκολα πόσο σημαντική είναι η ευελιξία των προγραμμάτων σπουδών, αλλά και του τρόπου με τον οποίο παρέχονται από ένα ίδρυμα.

Τέλος θα πρέπει να αναφερθώ στην αξιολόγηση που επιχειρείται και εφαρμόζεται για πρώτη φορά από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Έτσι αξιολογείται η εκπαιδευτική πράξη, το εκπαιδευτικό υλικό, οι διδάσκοντες και βέβαια όλη η εκπαιδευτική δραστηριότητα.

Συνοψίζοντας, θα ήθελα να παρατηρήσω πως αν και τα δύο συστήματα εκπαίδευσης παρέχουν σπουδές και μάλιστα σε τριτοβάθμιο επίπεδο ή και μεταπτυχιακό, απευθύνονται σε διαφορετικές ομάδες πληθυσμών με διαφορετικές ανάγκες και χαρακτηριστικά (π.χ. ηλικία, εκπαίδευση, κλπ).

Οι διαφορές είναι σημαντικές, όσο και οι ομοιότητες, είναι δε αυτές που χαρακτηρίζουν το κάθε ένα από τα συστήματα αυτά, και κάνουν η κάθε μια μα και όλες μαζί φανερό το χαρακτήρα του ιδρύματος.

Όταν υπάρχουν οι λόγοι, δυσκολίες, ή ανάγκες, που προαναφέρθηκαν, έρχεται το Ανοικτό Πανεπιστήμιο να δώσει λύση. Το παραδοσιακό θα μένει νομίζω, ορμητήριο των νέων, να τρέφει την Ψυχή μα και το Πνεύμα τους.

 

 

 

Ας έρθουμε τώρα στην Δευτεροβάθμια Τεχνική Εκπαίδευση, όπου τα πράγματα είναι ακόμα συγκεχυμένα, τα προγράμματα σπουδών τώρα δημιουργούνται ή διαφοροποιούνται από την προηγούμενη κατάσταση, αφού έχουν ενωθεί η Τεχνική Επαγγελματική Σχολή (ΤΕΣ) με τα Τεχνικά Επαγγελματικά Λύκεια (ΤΕΛ) σε ένα σχήμα την Τεχνολογική Επαγγελματική Εκπαίδευση (ΤΕΕ). Νέες ειδικότητες, νέα βιβλία, νέα δομή στα προγράμματα.

Έτσι, μαθητές που τελείωσαν το Γυμνάσιο, ή διέκοψαν για οποιοδήποτε λόγο το Λύκειο, ή ακόμα και αν έχουν αποφοιτήσει από Γενικό Λύκειο, έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθούν μαθήματα σε ένα ΤΕΕ, σε κάποια ειδικότητα της αρεσκείας τους και μετά από επιτυχή παρακολούθηση δύο ετών παίρνουν το πρώτο τους πτυχίο. Ενώ με την επιτυχή παρακολούθηση και του δεύτερου κύκλου σπουδών (ένα έτος) παίρνουν και δεύτερο πτυχίο μετά από Νομαρχιακές εξετάσεις (ακόμα δεν έχει εφαρμοσθεί), που τους δίνει τη δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης. Για πρώτη φορά εφέτος, οι απόφοιτοι του δεύτερου κύκλου είχαν την ευκαιρία να διαγωνισθούν σε Γενικές Εξετάσεις (Πανελλήνιο επίπεδο) και εφ΄ όσον περάσουν να εισαχθούν σε εξαμηνιαίο προπαρασκευαστικό τμήμα αντίστοιχου προς την ειδικότητά τους ΤΕΙ, ώστε μετά να μπορούν να παρακολουθήσουν κανονικά τα μαθήματα του ΤΕΙ.

Διαπιστώνει κανείς ότι στα σχολεία αυτά κατ΄ αρχήν έχουμε μαθητές διαφόρων ηλικιών από 15-16 μέχρι και 22-24 ετών και διαφορετικής εκπαιδευτικής υποδομής. Έπειτα λόγω των πολλών ειδικοτήτων, απαιτούνται πολλά και δαπανηρά εργαστήρια, που πολύ γρήγορα υστερούν της νέας τεχνολογίας π.χ. για τους μηχανολόγους τόρνοι, για τους ψυκτικούς ψυκτικά μηχανήματα, για τους μαθητές Πληροφορικής εγκαταστάσεις με Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές και δίκτυα, για τους μαθητές γεωπονικών τμημάτων χώροι καλλιέργειας φυτών και δενδρυλλίων κ.ά.

Μια ιδιαιτερότητα των δικών μας Σχολείων (1ο, 2ο και 3ο ΤΕΕ Λουτρακίου) είναι ότι βρίσκονται μακριά από κατοικημένες περιοχές και έτσι αναγκάζονται οι μαθητές να μετακινούνται καθημερινά με λεωφορεία που έχει ναυλώσει και πληρώνει η Νομαρχία Κορινθίας (14.000 δρχ. μηνιαίως κατ΄ άτομο) [12]. Άλλοι πάλι που έρχονται από χωριά της ορεινής Κορινθίας ή απομακρυσμένες περιοχές, παίρνουν επίδομα μετοίκησης (25.000 δρχ. μηνιαίως κατ΄ άτομο) [12]. Αν αναλογισθούμε ότι και τα τρία σχολεία μαζί έχουν γύρω στους εννιακόσιους μαθητές, που μετακινούνται καθημερινά, πρέπει να μας προβληματίζει, αν θα μπορούσε να λειτουργήσει η εξ αποστάσεως εκπαίδευση σ΄ αυτήν την περίπτωση.

Έκανα λοιπόν το εξής πείραμα με τους μαθητές του δεύτερου κύκλου (αντίστοιχης Γ Λυκείου) κατά τη φετινή χρονιά, στους οποίους δεν είχαν ακόμα δοθεί βιβλία. Στο κεφάλαιο της Στατιστικής στο μάθημα των Μαθηματικών, όπου οι γνώσεις τους ήταν απειροελάχιστες (ό,τι γνώριζαν από την Γ Γυμνασίου, και αν είχαν διδαχθεί το αντίστοιχο κεφάλαιο), έγραψα και δίδαξα από σημειώσεις που κράτησαν οι μαθητές στα τετράδιά τους, με πολλά παραδείγματα και εφαρμογές μέσα από την ειδικότητά τους. Τους παρότρυνα μάλιστα να αναλάβουν μια στατιστική έρευνα την οποία αργότερα θα παρουσίαζαν στο πολιτιστικό τριήμερο του σχολείου μας. Ανέλαβαν να συντάξουν και διανείμουν ερωτηματολόγιο, του οποίου η στατιστική επεξεργασία έγινε στις διακοπές του Πάσχα. Η όλη επικοινωνία με τους μαθητές για την πορεία της εργασίας γινόταν με e-mail, κατά την οποία ανταλλάσσαμε τα αποτελέσματα της έρευνας και διόρθωνα ή έδινα συμβουλές για την παρουσίασή της.

Τα αποτελέσματα ήταν άριστα, οπότε η σκέψη για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση ήρθε άμεσα. Το ότι διδάχθηκαν το αντικείμενο, δεν σημαίνει τίποτε, αφού οι σημειώσεις ήταν τέτοιες που θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να καταλάβει και να μάθει βασικές έννοιες της Στατιστικής, χωρίς τη μεσολάβηση της διδασκαλίας. Από την άλλη μεριά αξιοποίησαν εργαλεία (Internet, Excel, Word, e-mail) που οι περισσότεροι τα γνώριζαν ή τα χρησιμοποιούσαν στις δουλειές τους. Γι΄ αυτά λοιπόν τα παιδιά, που τα περισσότερα εργάζονται είτε ως σερβιτόροι, είτε σε οικογενειακές επιχειρήσεις τουριστικού ή αγροτικού τομέα, είτε υπηρετούν τη θητεία τους, και έρχονται στο σχολείο για να ξεκουραστούν και να μην πάρουν απουσίες, ή ακόμα και να κοιμηθούν, κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, αν προετοιμάζονταν κατάλληλο εκπαιδευτικό υλικό, με βιβλία στη φιλοσοφία της μάθησης χωρίς δάσκαλο, αλλά σαν σύμβουλο ή διευκολυντή, με οπτικοακουστικά εργαλεία π.χ. Video, κασέτες, Internet, CD-ROMs που να προετοιμάζουν και να τους μεταφέρουν σε μια εικονική πραγματικότητα, για κάθε ειδικότητα ξεχωριστά, σαν είδος παιχνιδιού, π.χ. για τους τορναδόρους να έχουν προσομοίωση τόρνου με ασκήσεις πάνω σε διάφορα μέταλλα για κατασκευές, με δυνατότητα εγγραφής του αποτελέσματος, αυτοαξιολόγησης, αυτοβελτίωσης αλλά και αξιολόγησης από τον δάσκαλο σύμβουλο.

Ακόμα ομοιώματα ή κούκλες που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια των τμημάτων κομμωτικής θα μπορούσε να προμηθευτεί ο μαθητής/τρια και να εξασκείται κατ΄ οίκον, να φωτογραφίζει το αποτέλεσμα και με αλληλογραφία ή e-mail ή fax να ενημερώνει για την πρόοδο του/της τον σύμβουλο δάσκαλο.

Αν αυτά τα παιδιά (όσα δεν έχουν) μπορούσαν να προμηθευτούν Υπολογιστή με σύνδεση στο Internet (πιθανόν κάποια επιχορήγηση θα έφερνε γρήγορα αποτελέσματα, ή έκπτωση σε μαθητές, που έχει ήδη εξαγγελθεί), και διαθέτονταν ένα μέρος των χρημάτων της μετοίκησης και μεταφοράς τους, ή των δαπανηρών εγκαταστάσεων και μηχανημάτων, για δημιουργία εκπαιδευτικού υλικού, πιστεύω πως τα αποτελέσματα θα ήταν καλύτερα και μεγάλο μέρος μαθητών που εγκαταλείπουν το σχολείο θα συνέχιζε τις σπουδές του, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να εργάζεται, αν αυτό είναι απαραίτητο.

Ακόμα θα μπορούσε κανείς να ζητήσει από τους μαθητές αυτούς, να δουλέψουν σε γραφεία, ή συνεργεία, ή καταστήματα, ή εταιρείες αντίστοιχης ειδικότητας, για μικρό χρονικό διάστημα ή περιοδικά π.χ. δύο μήνες το καλοκαίρι, για απόκτηση πραγματικής εμπειρίας, και να προσκομίζουν στο τέλος έκθεση του προϊσταμένου αλλά και δική τους σχετικά με το αντικείμενο απασχόλησής τους, και ίσως επιβεβαίωση του γεγονότος με ένσημα ασφαλιστικού φορέα (ας μη ξεχνάμε ότι επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ επιχειρήσεις που απασχολούν μαθητευόμενους).

Ακόμα θα μπορούσαμε αν αμβλύνουμε τα μειονεκτήματα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης [13], αν οργανώναμε κάποια ομαδικά μαθήματα εκεί όπου χρειάζονται ή παρατηρείται δυσκολία αφομοίωσης της ύλης, ή ακόμα εφαρμόζοντας είδος συνεργατικής μάθησης μικρών ομάδων εργασίας του ίδιου αντικειμένου, με ανταλλαγές εμπειριών ή κοινά προγράμματα ασκήσεων και εργασιών [14].

Με τα ίδια προγράμματα σε κάποιες ειδικότητες θα μπορούσαμε να εκπαιδεύσουμε και τα φυσικώς αδύνατα άτομα, ή και όσα χρειάζονται κατ΄ οίκον διδασκαλία.

Χρειάζεται βέβαια μια πιο εμπεριστατωμένη οικονομοτεχνική μελέτη για το θέμα της εκπαίδευσης των μαθητών ΤΕΕ και βέβαια να εξετασθούν οι επιπτώσεις που θα έχει ένα τέτοιο εγχείρημα στους ίδιους τους μαθητές αλλά και σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, και αν είναι σε θέση και από ποια ηλικία θα ήταν ασφαλής, για τους εκπαιδευόμενους, η χρησιμοποίηση της μεθόδου της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.

Από αντίστοιχο πείραμα που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία, με μαθητές της Β/θμιας εκπαίδευσης τα μαθησιακά αποτελέσματα ήταν άριστα, αλλά υπήρξε πρόβλημα με την κοινωνικοποίηση των παιδιών αυτών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Τεύχος Πρώτο, Αρ. Φύλλου 266/24-12-97.

Άρθρο 5.2, 5.3.

[2] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Τεύχος Πρώτο, Αρ. Φύλλου 266/24-12-97.

Άρθρο 5.6.

[3] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Τεύχος Πρώτο, Αρ. Φύλλου 266/24-12-97.

Άρθρο 1.3.

[4] Κοσμόπουλος, Α. Σχεσιοδυναμική”, Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα, σ. 125.

[5] Κοσμόπουλος, Α. (1990). Παιδαγωγική και Ψυχολογία του Προσώπου 1”

Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα, σ.45.

[6] Λιοναράκης, Α. Εξ αποστάσεως και συμβατική εκπαίδευση :

συγκλίνουσες ή αποκλίνουσες δυνάμεις;”, σ.13.

[7] Πλάτων, Νόμοι Α 643 b-d.

[8] Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Τεύχος Πρώτο, Αρ. Φύλλου 266/24-12-97.

Άρθρο 2.1.

[9] Λυκουργιώτης, Α. Ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, Θεσμοί και

λειτουργίες”, ΕΑΠ 1998, Τόμ. Α, σ. 82-84.

[10] Ράπτη, Σ., Οδηγός Σπουδών, ΤΑ ΝΕΑ, 1995.

[11] Βεργίδης, Δ. Σύγχρονες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στην

Ελλάδα και Ανοικτή Εκπαίδευση”. Ανοικτή και εξ αποστάσεως

εκπαίδευση, ΕΑΠ 1998, Τόμ. Α, σ. 95 -124.

[12] Υπουργική Απόφαση ΙΒ/6071/1998. Άρθρο 2.1.

[13] Race, P. “Το εγχειρίδιο της Ανοιχτής Εκπαίδευσης”, Εκδ. Μεταίχμιο,

1999, σ. 35.

[14] Johnson, D. “The new Circles of Learning: Cooperative Base Groups”,

ASCD, 1994, σ. 53.