ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΤΗΣ Θ.Ε. “ΑΝΟΙΚΤΗ ΚΑΙ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ”

Έχετε μελετήσει έως τώρα τα 5 πρώτα κεφάλαια του πρώτου τόμου που εξετάζουν τους θεσμούς, τις λειτουργίες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ιδρύματος ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.

    1. Να επισημάνετε και να αναλύσετε τις ομοιότητες και τις διαφορές ενός τριτοβάθμιου ιδρύματος ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, όπως είναι το ΕΑΠ, σε σχέση με κάποιο άλλο Ελληνικό τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα.
    2. Να αναγνωρίσετε τις εκπαιδευτικές ανάγκες του χώρου εργασίας σας ή της ειδικότητάς σας, οι οποίες δεν καλύπτονται ή καλύπτονται ελλιπώς από τους παραδοσιακούς – συμβατικούς τρόπους εκπαίδευσης και να διερευνήσετε πώς αυτές οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν από ένα ίδρυμα ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης.

 

Τόσο το 1992 όσο και το 1997 υπήρξαν έτη-σταθμοί στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης. Το μεν 1992, με το άρθρο 27 του νόμου 2083/92 που αφορούσε τον “Εκσυγχρονισμό της Ανώτατης Εκπαίδευσης” ιδρύεται το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, το δε 1997 (24 Δεκεμβρίου) δημοσιεύεται ο νόμος με βάση τον οποίο λειτουργεί.

Σήμερα, 5.000 περίπου σπουδαστές, που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την επιθυμία τους για μάθηση στα πλαίσια ενός Τριτοβάθμιου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στα προγράμματα σπουδών του Ανοικτού Πανεπιστημίου και πολλοί άλλοι, που φέτος δεν κατόρθωσαν να επιλεγούν, να έχουν την προσδοκία ότι τα επόμενα χρόνια, με την αύξηση τόσο του αριθμού των θεματικών ενοτήτων, όσο και των σπουδαστών, θα είναι μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας του Ανοικτού Πανεπιστημίου.

Το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), όπως και κάθε άλλο τριτοβάθμιο ίδρυμα ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, συγκρινόμενο με ένα παραδοσιακό τριτοβάθμιο ίδρυμα εκπαίδευσης, παρουσιάζει ομοιότητες, αλλά και διαφορές, που έχουν να κάνουν τόσο με την ουσία των θεσμών (παραδοσιακού και ανοικτού), όσο και με τις λειτουργίες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο τύπων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Προσπαθώντας κανείς να επισημάνει αυτές τις ομοιότητες και διαφορές, εύκολα, πιστεύω, θα έφτανε στο συμπέρασμα ότι οι ομοιότητες είναι πολύ λιγότερες από τις διαφορές. Και αυτό ακριβώς το γεγονός της ύπαρξης τόσων πολλών διαφορών δείχνει πόσο επιτακτική και χρήσιμη είναι σήμερα η παρουσία ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος όπως το ΕΑΠ.

Αρχίζοντας από τις ομοιότητες, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε τις εξής:

1. Τόσο τα παραδοσιακά ιδρύματα όσο και το ΕΑΠ παρέχουν πληροφορίες στους ενδιαφερόμενους σχετικά με τις σπουδές που παρέχουν. Καθένας που επιθυμεί να σπουδάσει θέλει και οφείλει να γνωρίζει τα σχετικά με τα προγράμματα σπουδών, τη διάρκεια των σπουδών, τη δυνατότητα ή όχι για τη συνέχιση των σπουδών και την απόκτηση ενός μάστερ ή διδακτορικού μετά την απόκτηση του πρώτου πτυχίου, την απαραίτητη ή όχι παρουσία του σε εργαστήρια και γενικότερα κάθε τι που θα τον βοηθήσει να κάνει την σωστότερη επιλογή.

2. Και τα δύο ιδρύματα παρέχουν στους σπουδαστές τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, υποτροφίες, είτε σαν ανταμοιβή για την επίδοσή τους, είτε σαν βοήθεια λόγω οικονομικών δυσχερειών.

3. Στη διάρκεια των σπουδών και τα δύο ιδρύματα παρέχουν στους σπουδαστές τους έντυπο υλικό διδασκαλίας. Βέβαια, το έντυπο υλικό παρέχεται κατά κόρον από τα παραδοσιακού τύπου ιδρύματα, όμως και τα ανοικτού τύπου, παρά τη χρήση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία, παρέχουν κι αυτά, σε μεγάλο βαθμό, έντυπο υλικό. Παράδειγμα, οι τρεις τόμοι που λάβαμε προς μελέτη εμείς, οι σπουδαστές της θεματικής ενότητας “Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση”.

4. Τόσο στην παραδοσιακή εκπαίδευση όσο και σ’ αυτήν από απόσταση, ο σπουδαστής έχει την ανάγκη επικοινωνίας με τον καθηγητή-εκπαιδευτή. Μπορεί βέβαια η επικοινωνία αυτή να είναι διαφορετική, εφόσον στη μία περίπτωση σπουδαστής και εκπαιδευτής βρίσκονται την ίδια στιγμή μαζί στον ίδιο χώρο, ενώ στην άλλη όχι, μπορεί ο καθηγητής σε ένα μεγάλο αμφιθέατρο να είναι λιγότερο προσιτός από τον εκπαιδευτή που βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά, όμως, και στις δύο περιπτώσεις, η επικοινωνία και η συνεργασία είναι απαραίτητες προκειμένου να βοηθηθεί ο σπουδαστής ώστε να ολοκληρώσει με επιτυχία τις σπουδές του.

5. Και τα δύο ιδρύματα αξιολογούν, με βάση κάποιο τρόπο, τους σπουδαστές τους. Συνηθέστερος τρόπος αξιολόγησης είναι οι γραπτές εξετάσεις, που πιθανόν να συμπληρώνονται από τη συγγραφή εργασιών είτε από την επιτυχή συμμετοχή σε ασκήσεις εργαστηρίων.

6. Και τα δύο ιδρύματα, μετά την αξιολόγηση, απονέμουν τίτλους σπουδών.

7. Τόσο τα παραδοσιακού όσο και τα ανοικτού τύπου ιδρύματα, έχουν κάποιες επιμέρους ομοιότητες ως προς τη δομή και τον τρόπο διοίκησής τους. Για παράδειγμα, και τα μεν και τα δε, διαθέτουν Πρυτάνεις, Κοσμήτορες, Κοσμητείες, Σύγκλητο, Σχολές, Διευθύνσεις Διοικητικών Υπηρεσιών.

8. Τέλος, πολλά παραδοσιακά τριτοβάθμια ιδρύματα, είτε σε συνεργασία, είτε χωρίς, με άλλους εκπαιδευτικούς φορείς, προσφέρουν και σπουδές από απόσταση, που κινούνται στο χώρο είτε της άτυπης, είτε, κυρίως, της τυπικής εκπαίδευσης.

Τώρα, ως προς το θέμα των διαφορών, αυτές, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι πολύ περισσότερες από τις ομοιότητες και, ουσιαστικά, σε ένα μεγάλο βαθμό, αναδεικνύουν το ιδεώδες της Ανοικτής Εκπαίδευσης, δηλαδή του δικαιώματος όλων των ανθρώπων στη μόρφωση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους.

Μπορούμε, λοιπόν, να αναφερθούμε στις εξής διαφορές:

1. Σε ένα παραδοσιακό σύστημα εκπαίδευσης υπάρχει η υποχρέωση εισαγωγικών εξετάσεων στις οποίες, τις περισσότερες φορές, υπάρχει σκληρότατος ανταγωνισμός λόγω του μικρού αριθμού προσφερόμενων θέσεων.

2. Αυτό έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η ικανοποίηση όλων των ενδιαφερομένων και έτσι πολλοί να αποκλείονται από τις σπουδές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

3. Τα παραδοσιακά εκπαιδευτικά συστήματα καλύπτουν ένα σχετικά στενό φάσμα ηλικιών. Η μεγάλη πλειοψηφία των σπουδαστών είναι παιδιά που μόλις αποφοίτησαν από το Λύκειο.

4. Όλοι αυτοί, στη μεγάλη τους επίσης πλειοψηφία, θα αποπερατώσουν τις σπουδές τους, ενώ, αντίθετα, στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός σπουδαστών εγκαταλείπει τις σπουδές του για λόγους που, συνήθως έχουν να κάνουν, με τις κοινωνικές, επαγγελματικές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις.

5. Στα παραδοσιακά ιδρύματα η μορφή της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι τέτοια ώστε να απευθύνεται σε μια όσο το δυνατόν περισσότερο ομοιογενή ομάδα σπουδαστών ως προς το επίπεδο των γνώσεών τους.

6. Αντίθετα με την ανοικτή, στην παραδοσιακού τύπου εκπαίδευση, τα προγράμματα σπουδών είναι πολύ αυστηρά προκαθορισμένα με συνέπεια τα περιθώρια επιλογής του σπουδαστή, σχετικά με το τι θα μάθει, να είναι πολύ μικρά.

7. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές διαφορές είναι η απαίτηση του παραδοσιακού συστήματος για φυσική παρουσία του φοιτητή στις αίθουσες. Όπως είναι εύκολα κατανοητό, αυτή η απαίτηση αυτομάτως αποκλείει όλους εκείνους που λόγω μεγάλης ηλικίας και πλήθους υποχρεώσεων αδυνατούν να παρευρίσκονται στις αίθουσες διδασκαλίας. Αντίθετα, στην ανοικτή εκπαίδευση, συχνότατα υπάρχει γεωγραφική απόσταση (αυτό άλλωστε ορίζεται και από τον τύπο του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού συστήματος) κι έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο σπουδαστής επιλέγει τον τόπο εκπαίδευσής του (την κατοικία του), όπως επίσης και το χρόνο μελέτης που θα διαθέσει προκειμένου να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Άρα λοιπόν, συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι στην ανοικτή εκπαίδευση, ο σπουδαστής επιλέγει τόσο τον τόπο όσο και τον χρόνο και ρυθμό εκπαίδευσής του. Βέβαια, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι, ένεκα όλων αυτών, ο σπουδαστής νιώθει περισσότερο απομονωμένος και ευάλωτος και κατά συνέπεια έχει ανάγκη μεγαλύτερης ενθάρρυνσης και υποστήριξης από πλευράς του καθηγητή που τον παρακολουθεί.

8. Τα ανοικτού τύπου ιδρύματα προσφέρουν ουσιαστική “δια βίου” εκπαίδευση, αναδεικνύοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο το ιδεώδες της ανοικτής εκπαίδευσης, όπως αναφέραμε και προηγουμένως. Ο καθένας έχει τη δυνατότητα, σε οποιαδήποτε ηλικία, να απολαμβάνει τα αγαθά της μόρφωσης ωφελούμενος και ο ίδιος προσωπικά ως άτομο, αλλά και ο χώρος στον οποίο υπηρετεί και εργάζεται.

Ο γράφων είχε μια άσχημη εμπειρία αποκλεισμού από ένα παραδοσιακό ίδρυμα, συγκεκριμένα την Πάντειο Σχολή, όταν προ ολίγων ετών, συμμετέχοντας στις εξετάσεις αποφοίτων πανεπιστημίου για την εισαγωγή του στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, διαπίστωσε ότι η πληθώρα των υποψηφίων, ο ελάχιστος αριθμός θέσεων και κατά συνέπεια η υπερβολικά υψηλή βαθμολογία που απαιτείτο, ήταν παράγοντες απαγορευτικοί για την εκπλήρωση της επιθυμίας του.

9. Μια επίσης πολύ σημαντική διαφορά έχει να κάνει με το εφαρμοζόμενο σύστημα εκπαίδευσης. Στην Ανοικτή Εκπαίδευση έχει πλήρως υιοθετηθεί το αρθρωτό σύστημα οργάνωσης σπουδών, το οποίο αντικαθιστά το εξαμηνιαίο σύστημα μαθημάτων που ακολουθούν τα παραδοσιακά ιδρύματα. Εδώ, το Τμήμα, το οποίο στα παραδοσιακά συστήματα αποτελεί τη βασική ακαδημαϊκή μονάδα του ιδρύματος αντικαθίσταται από τη Θεματική Ενότητα, η οποία είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να καλύπτει πλήρως ένα γνωστικό αντικείμενο και να αντιστοιχεί ακόμα και σε τρία εξαμηνιαία μαθήματα. Οι Θεματικές Ενότητες, κατανεμημένες σε ευρύτερες γνωστικές περιοχές, τις Σχολές, παρέχουν περισσότερη ευελιξία στον αριθμό των μορφωτικών επιλογών του σπουδαστή, ικανοποιώντας έτσι τη βασική επιδίωξη της ανοικτής παιδείας.

10. Όσον αφορά το εκπαιδευτικό υλικό, αυτό, στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση πρέπει να είναι διαφορετικό από αυτό που παρέχεται στους σπουδαστές των παραδοσιακών ιδρυμάτων. Κι αυτό γιατί, στην ανοικτή εκπαίδευση, το εκπαιδευτικό υλικό πρέπει να ικανοποιεί ιδιαίτερες απαιτήσεις, αφού δεν υπάρχει ο καθηγητής που θα διδάξει το υλικό, αλλά θα πρέπει ο σπουδαστής να μάθει απ’ αυτό μόνος του.

11. Επίσης, στην ανοικτή εκπαίδευση, λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας που υπάρχει, το εκπαιδευτικό υλικό συνήθως “γράφεται”, με βάση κάποιες συγκεκριμένες διαδικασίες, από ομάδα ειδικών και στη συνέχεια “ελέγχεται” από ομάδα κριτικών αναγνωστών, ενώ υπάρχουν και ακαδημαϊκοί υπεύθυνοι, καταξιωμένοι επιστήμονες, που έχουν μια γενικότερη εποπτεία. Δεν υπάρχει δηλαδή εδώ το σύγγραμμα του καθηγητή-αυθεντία της παραδοσιακής εκπαίδευσης.

12. Στην ανοικτή εκπαίδευση πρέπει να υπάρχει οργανωτική μέριμνα ώστε το εκπαιδευτικό υλικό να φυλάσσεται σε συγκεκριμένους χώρους (αποθήκες) και να αποστέλλεται στους σπουδαστές ανάλογα με τον τρόπο που κάθε ίδρυμα έχει επιλέξει. Αντίθετα, στην παραδοσιακή εκπαίδευση ο σπουδαστής συνήθως προμηθεύεται τα σχετικά συγγράμματα του καθηγητή από συγκεκριμένα βιβλιοπωλεία.

13. Η ανοικτή εκπαίδευση εκτός από το έντυπο υλικό, χρησιμοποιεί πάρα πολύ οπτικο-ακουστικό και λογισμικό υλικό, κάνοντας έτσι πολύ μεγαλύτερη χρήση των νέων τεχνολογιών από ότι η παραδοσιακής μορφής εκπαίδευση.

14. Τα ιδρύματα που παρέχουν ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση απαιτούν την καταβολή “διδάκτρων”, προκειμένου να καλύψουν τις μεγάλες δαπάνες που έχουν για τη συγγραφή του ειδικού διδακτικού υλικού, τις μετακινήσεις των εκπαιδευτών, την επικοινωνία με το σπουδαστή κλπ.

15. Τα ιδρύματα παραδοσιακής εκπαίδευσης αδυνατούν να προσφέρουν αυτοτελείς μορφωτικούς κύκλους μικρής διάρκειας, π.χ. ενός έτους.

16. Αντίθετα, στην ανοικτή εκπαίδευση, η προσφορά των προαναφερθέντων μορφωτικών κύκλων επιτρέπει την πολλαπλότητα των επιλογών από πλευράς σπουδαστή, ενώ, αντίστοιχα, παρέχει τίτλους σπουδών διαφόρων επιπέδων (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών), που μπορούν να ξεκινήσουν από το απλό πιστοποιητικό παρακολούθησης και να φτάσουν στο διδακτορικό δίπλωμα.

17. Το ΕΑΠ υιοθετεί, για πρώτη φορά στα χρονικά της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, την “Μονάδα Εσωτερικής Αξιολόγησης”, η οποία σκοπό έχει την διαρκή αξιολόγηση του διδακτικού υλικού της εκπαίδευσης από απόσταση και τη διοικητική υποστήριξή της σαν κύριο συστατικό της δομής και λειτουργίας ενός ανοικτού πανεπιστημίου.

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν ως τώρα, πιστεύω πως, εύκολα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει και να προσδιορίσει τα κενά των παραδοσιακών συστημάτων εκπαίδευσης, τα οποία έρχεται να καλύψει η ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση.

Ο γράφων, έχοντας την εμπειρία της φοίτησης σ’ ένα παραδοσιακό τριτοβάθμιο ίδρυμα, συγκεκριμένα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ταυτόχρονα τη δεκαπενταετή σχεδόν εμπειρία της μάχιμης διδασκαλίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μπορεί πλέον τώρα να συνειδητοποιήσει πόσο καθοριστική είναι η ύπαρξη της ανοικτής εκπαίδευσης και πόσο πολύ μπορεί να βοηθήσει όλους εκείνους που προ ετών αποφοίτησαν από ένα παραδοσιακό τριτοβάθμιο ίδρυμα και, έκτοτε, νιώθουν πως οι εξελίξεις στον τομέα των επιστημών αφενός και η αδυναμία τους να τις παρακολουθήσουν αφετέρου, τους κάνει πολλές φορές να αισθάνονται λειψοί, ατελείς ως δάσκαλοι και ως επιστήμονες.

Σήμερα, στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στον οποίο υπηρετώ, τρεις είναι πιστεύω οι τομείς όπου ένας δάσκαλος νιώθει επιτακτική την ανάγκη συμπλήρωσης των γνώσεων που έχει αποκομίσει από την περίοδο της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο:

α. Ο τομέας των παιδαγωγικών επιστημών και της ψυχολογίας.

β. Ο τομέας των νέων τεχνολογιών, οι οποίες εφαρμοζόμενες στην καθημερινή σχολική πρακτική, ουσιαστικά προσφέρουν νέους τρόπους εκπαίδευσης, ώστε το μάθημα να γίνεται πιο ευχάριστο, πιο ενδιαφέρον και πιο κατανοητό.

γ. Ο τομέας της ιδιαίτερης επιστήμης του καθενός, όπου η διαρκής εξέλιξη κάνει τις όποιες γνώσεις αποκτήθηκαν στο παρελθόν να φαντάζουν πλέον ιδιαίτερα ανεπαρκείς.

Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι ο καλός δάσκαλος δεν προσδιορίζεται μόνο από το εύρος των γνώσεών του, αλλά και από την παιδαγωγική του πληρότητα. Και έχουν, σίγουρα, απόλυτο δίκιο όλοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως είναι απαραίτητο οι λεγόμενες “καθηγητικές” πανεπιστημιακές σχολές να εμπλουτιστούν με περισσότερα μαθήματα παιδαγωγικής φύσεως, ώστε ο μελλοντικός δάσκαλος να έχει, όσο το δυνατόν, μεγαλύτερο θεωρητικό οπλοστάσιο, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αποστολή του. Όμως, κι αν ακόμα δεχθούμε ότι στο μέλλον όλα θα γίνουν όπως πρέπει, τι γίνεται με όλους όσοι στελεχώνουν ήδη την εκπαίδευση και δίνουν τον καθημερινό τους αγώνα με τελείως ανεπαρκείς παιδαγωγικές γνώσεις; Προσωπικά, θυμάμαι ότι στη Θεολογική Σχολή, μόνο στη διάρκεια του δεύτερου έτους διδαχθήκαμε ένα μάθημα με τίτλο “Παιδαγωγικά”, κι αυτό εντελώς περιγραφικά, ενώ στο τέταρτο έτος έγιναν κάποιες (τρεις ή τέσσερις) υποδειγματικές διδασκαλίες σε “πειραματικά” σχολεία. Αυτά ήταν όλα κι όλα τα εφόδια για κάποιο νέο που εκαλείτο να αντιμετωπίσει νέα παιδιά και να τα διαπαιδαγωγήσει σωστά.

Στη διάρκεια επίσης του δεύτερου και του τέταρτου έτους, και στα πλαίσια του μαθήματος των “Παιδαγωγικών”, έγιναν κάποιες ελάχιστες αναφορές στην Ψυχολογία του αναπτυσσόμενου παιδιού και του εφήβου, όπως επίσης και σε θέματα Διδακτικής.

Περιττό να αναφερθώ στο γεγονός ότι στη διάρκεια των σπουδών μου, η χρήση των υπολογιστών ήταν ακόμη σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα και γενικότερα, κανένα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα εκείνη την εποχή δεν αναφερόταν στην πιθανή χρήση των νέων τεχνολογιών στον τομέα της εκπαίδευσης.

Ως προς την επιστήμη μου, τη Θεολογία, πολλά καινούρια πράγματα συνέβησαν από τότε που αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο. Στους κλάδους π.χ. της Ιστορίας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης η έρευνα προχωρεί, διαρκώς νέες αντιλήψεις εμφανίζονται, νέα συμπεράσματα διατυπώνονται. Το ίδιο συμβαίνει στο χώρο της Ιστορίας των Θρησκειών, της Ποιμαντικής Ψυχολογίας, της Φιλοσοφίας κ.ο.κ.

Πώς λοιπόν θα μπορέσει ένας δάσκαλος σήμερα να παρακολουθήσει αυτές τις εξελίξεις, να γνωρίσει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα συμπεράσματα της νεότερης έρευνας και να εντάξει, όσα από αυτά κρίνει ότι χρειάζονται, στη διδασκαλία του;

Σ’ αυτό το ερώτημα, έρχεται σ’ ένα μεγάλο βαθμό, να απαντήσει ο θεσμός του Ανοικτού Πανεπιστημίου και της Ανοικτής και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης.

Έτσι, λοιπόν, αν ήθελα να προσδιορίσω, με βάση και όσα προαναφέρθηκαν, τις προσωπικές μου ανάγκες σαν δασκάλου στο χώρο της μάχιμης εκπαίδευσης, θα αναφερόμουν στις εξής:

1. Ακόμα και τώρα, μετά από δεκαπέντε περίπου χρόνια εκπαιδευτικής εμπειρίας μέσα στην τάξη, αισθάνομαι ότι οι γνώσεις μου σε θέματα σύγχρονης παιδαγωγικής και ψυχολογίας του παιδιού και του εφήβου είναι πολύ περιορισμένες και δεν μπορούν να συμπληρωθούν από την εμπειρία και μόνο. Γι’ αυτό θα ήταν ιδιαίτερα ενισχυτική για μένα η συμμετοχή μου στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΕΑΠ, όπου, μέσα από την παρακολούθηση της θεματικής ενότητας “Ψυχοπαιδαγωγική”, θα έβρισκα πολλές απαντήσεις σε θέματα που αντιμετωπίζω καθημερινά.

Επίσης, ειδικά στην εποχή μας, όπου πάρα πολλά παιδιά αλλοδαπών φοιτούν στα ελληνικά σχολεία, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρακολούθηση της θεματικής ενότητας “Διαπολιτισμική Εκπαίδευση”, μιας και για πρώτη φορά ο έλληνας δάσκαλος έρχεται σε επαφή με τόσο πολλούς μη έλληνες μαθητές, τους οποίους, τις περισσότερες φορές δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει, με ό,τι προβλήματα αυτό συνεπάγεται.

Παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών, πιστεύω ότι τόσο για μένα, όσο και για κάθε εκπαιδευτικό γενικότερα, μεγάλη χρησιμότητα θα είχε η παρακολούθηση της θεματικής ενότητας “Διοίκηση Σχολικών Μονάδων”. Το ελληνικό σχολείο θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, πολύ καλύτερο, όταν οι διοικούντες στηρίζονταν όχι μόνο στην εμπειρία και το μεράκι τους, αλλά σε πραγματικές γνώσεις.

2. Στο χώρο των νέων τεχνολογιών, κανείς από τη δική μου γενιά δεν διδάχτηκε, όπως είπα και προηγουμένως, τη χρήση και την εφαρμογή τους στο χώρο της εκπαίδευσης.

Σήμερα όμως, ούτε ο χάρτης, ούτε τα slides πλέον, επαρκούν. Σήμερα που οι υπολογιστές μπαίνουν σε ολοένα και περισσότερα ελληνικά σπίτια, ο δάσκαλος δεν μπορεί να αγνοεί τη χρήση τους και τα οφέλη που απορρέουν απ’ αυτήν (π.χ. προγράμματα εκπαίδευσης). Όπως, επίσης, δεν μπορεί να αγνοεί τη χρήση των compact discs, των ραδιοφωνικών εκπομπών, των φιλμς, των βιντεοκασετών, των τηλεοπτικών εκπομπών.

Στο σημερινό ΕΑΠ, γνώσεις για τη χρήση των νέων τεχνολογιών, παρέχονται στη θεματική ενότητα “Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση”. Θα ήταν όμως χρήσιμο, να υπάρξει ιδιαίτερη θεματική ενότητα, με αντικείμενο τη χρήση των νέων τεχνολογιών στην καθημερινή σχολική πρακτική και όχι μόνο στις σπουδές από απόσταση. Σε μια τέτοια θεματική ενότητα θα ήταν, πιστεύω, επιβεβλημένο, να συμμετάσχει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας γιατί οι γνώσεις που θα αποκτηθούν θα βοηθήσουν το σχολείο να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο άλμα προς τα εμπρός.

3.Ως προς τη Θεολογία, η Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΕΑΠ προσφέρει ήδη, με βάση τα ισχύοντα προγράμματα σπουδών, μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στις “Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία”. Με δεδομένη τη μεγάλη εξέλιξη των θεολογικών σπουδών, είναι, προφανώς, πολύ σημαντική, για όσους ενδιαφέρονται, η παρακολούθηση ενός τέτοιου προγράμματος. Όπως, πολύ σημαντική θα ήταν η δημιουργία και άλλων προγραμμάτων θεολογικών σπουδών που θα είχαν σχέση π.χ. με τη θρησκειολογία, τη χριστιανική τέχνη κλπ.

Όμως, η Θεολογία και το μάθημα των Θρησκευτικών έχουν μια ιδιαιτερότητα που απαιτεί μια ξεχωριστή προσέγγιση και αντιμετώπιση. Στη Θεολογία, δεν υπάρχει μόνο ξερή γνώση, αλλά, κυρίως, πίστη. Και, ναι μεν, οι θεϊκές “ενέργειες” μπορούν να γίνουν αντικείμενο του ανθρώπινου στοχασμού, όμως, πάντοτε, η πίστη είναι παρούσα. Άρα, αυτό, αναγκαστικά μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μάθημα των Θρησκευτικών δεν μπορεί να διδαχθεί με τον ίδιο τρόπο που διδάσκονται τα Μαθηματικά π.χ. ή η Ιστορία. Έτσι, πιστεύω, πως ένας Θεολόγος καθηγητής της Μέσης Εκπαίδευσης, πρωτίστως θα ενδιαφερόταν για ένα πρόγραμμα σπουδών όπου θα δινόταν ιδιαίτερη σημασία στα προβλήματα που προκύπτουν από την έως τώρα διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών αφενός, και αφετέρου στους τρόπους που πρέπει να αναζητηθούν, προκειμένου οι υπάρχουσες μέθοδοι διδασκαλίας να βελτιωθούν ώστε να ανταποκρίνονται στους στόχους του μαθήματος.

Συγκεφαλαιώνοντας, ο θεσμός της ανοικτής και εξ αποστάσεως εκπαίδευσης έρχεται να δώσει λύση στις ανάγκες πολλών που επιθυμούν είτε να σπουδάσουν για πρώτη φορά, είτε να συνεχίσουν τις σπουδές τους μετά την απόκτηση ενός πτυχίου από κάποιο παραδοσιακό τριτοβάθμιο ίδρυμα. Μεταξύ των δύο θεσμών (παραδοσιακού και ανοικτού), υπάρχουν ομοιότητες, αλλά, κυρίως, διαφορές που, ουσιαστικά σηματοδοτούν την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ανοικτού θεσμού, ο οποίος με την ευελιξία που τον διακρίνει προσφέρει πληθώρα εκπαιδευτικών δυνατοτήτων στους ενδιαφερόμενους σπουδαστές.

Σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, οι εκπαιδευτικές ανάγκες, τόσο του χώρου εργασίας όσο και της συγκεκριμένης ειδικότητας ενός εκπαιδευτικού, καλύπτονται ελλιπέστατα από τους παραδοσιακούς τρόπους εκπαίδευσης. Η ανοικτή και εξ αποστάσεως εκπαίδευση, με την καθιέρωσή της μέσω του ΕΑΠ, και την ανταπόκριση που βρήκε μέσα στο χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης, δίνει, σήμερα, την υπόσχεση και την ελπίδα για ένα καλύτερο εκπαιδευτικό αύριο.

 

 

 

Σημείωση: ακολουθεί το συνοδευτικό έντυπο για τη γραπτή εργασία.

 

 

 

 

Όνομα: Γεώργιος

Επώνυμο: Μιχάκης

Προσωπικός αριθμός:

Κ 047581

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ

Οδός/αριθμός: Ευγ. Καραβία 39

Περιοχή: Κ. Πατήσια

Πόλη: Αθήνα

Τ.Κ: 112 54

Νομός: Αττικής

Τηλέφωνο: 20 19 692

e-mail: wwtower@acci.gr

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ

Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκπ/ση

ΚΩΔΙΚΟΣ Θ. Ε.

ΕΚΠ 81

ΑΥΞΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΝΑ (1)

Ακαδημαϊκό έτος

2000 – 2001

Ημερομηνία αποστολής

24/5/2000